θεάσῃ

θεάσῃ
θεάσηι , θέασις
contemplation
fem dat sg (epic)
θεά̱σῃ , θεάομαι
gaze at
aor subj mp 2nd sg (attic)
θεά̱σῃ , θεάομαι
gaze at
aor subj mp 2nd sg (doric aeolic)
θεά̱σῃ , θεάομαι
gaze at
fut ind mp 2nd sg (attic)
θεά̱σῃ , θεάομαι
gaze at
fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)
θεά̱σῃ , θεάω
gaze at
aor subj mid 2nd sg (attic)
θεά̱σῃ , θεάω
gaze at
aor subj act 3rd sg (attic)
θεά̱σῃ , θεάω
gaze at
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
θεά̱σῃ , θεάω
gaze at
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
θεά̱σῃ , θεάω
gaze at
fut ind mid 2nd sg (attic)
θεά̱σῃ , θεάω
gaze at
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θέαση — η αντίκρισμα: Ο νους του ανθρώπου με συνεχή αφαίρεση φτάνει στη θέαση των ιδεών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέαση — η (Α θέασις) [θεώμαι] παρατήρηση, θεώρηση, ενατένιση αρχ. εσωτερική όψη …   Dictionary of Greek

  • θεάση — θέασις contemplation fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στις ανατολικές απολήξεις του Μακρού Όρους, 41 χλμ. ΒΔ της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • θεημοσύνη — θεημοσύνη, ἡ (Α) [θεήμων] 1. θέαση, παρατήρηση 2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • πρόσοψη — η / πρόσοψις, όψεως, ΝΜΑ [ὄψις] νεοελλ. 1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του 2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη» (διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο μσν. αρχ. το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν… …   Dictionary of Greek

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

  • συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» …   Dictionary of Greek

  • ωπή — ἡ, Α 1. θεώρηση, θέαση 2. όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό («φλύκταιναι... ἀμυδρήεσσαι ἐς ὠπήν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με μακρό φωνηεντισμό από το θ. οπ τού ὄπωπα, παρακμ. τού ὁρῶ (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”